ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΕΣ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ

Μέσα στα σχέδια του Θεού δεν είναι η μοναξιά...

ούτε η ζωή χωρίς φίλους...

Ελάτε μαζί μας στον κόσμο του ΜΑΖΙ ΧΕΡΙ-ΧΕΡΙ για να βαδίσουμε μαζί, να χαρούμε μαζί και να αντιμετωπίσουμε μαζί όλα τα δύσκολα. Με έναν άλλο τρόπο σκέψης, σε μια άλλη διάσταση για να ζήσουμε το θαύμα.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Ο ΑΕΤΟΣ ΠΟΥ ΥΜΝΟΥΣΕ







Προσπαθώντας να βρω μία ιστορία με κάποιον/κάποιους που κλείστηκαν σε μια σπηλιά και τελικά επιβίωσαν εκεί για 150 χρόνια μιμούμενοι την ηρεμία και ακινησία μίας χελώνας που είδαν εκεί (και όλα αυτά χάριν των δραστηριοτήτων μίας Περιβαλλοντικής Ομάδας που δημιουργούμε στην περιοχή μας) έψαξα και την παρακάτω ιστορία που διάβασα κάποτε ίσως σε κάποιο Γεροντικό.
Είναι διδακτική και μας βάζει να σκεφτούμε πάνω στα μυστήρια του Θεού.








Πως είναι δυνατόν να περάσουν χίλια χρόνια σαν μία ημέρα; (Μέρος Α')







Ζούσε πολύ παλιά σε ένα μοναστήρι κάποιος μοναχός, ο οποίος συνεχώς αναρωτιόταν: «Στον Παράδεισο, πως είναι δυνατόν να περνούν χίλια ολόκληρα χρόνια και όμως να φαίνονται σαν μία ημέρα; Τόσο ωραία είναι εκεί και τέτοια μακαριότητα επικρατεί; Αλλά πάλι… χίλια χρόνια σαν μία μέρα; Πώς γίνεται;».

Ο μοναχός αυτός, ο οποίος είχε το διακόνημα του νεωκόρου και ήταν αρκετά προχωρημένος στην πνευματική ζωή, προσευχόταν στην κυρία Θεοτόκο με αυτά τα λόγια: «Παναγία Μητέρα μας, παρακάλεσε τον Υιό Σου και Σωτήρα μας να μου δείξει πως είναι δυνατόν τα χίλια χρόνια να φαίνονται σαν μία ημέρα.
Διότι είμαι βέβαιος ότι τα λόγια του Αγίου Πνεύματος είναι αληθινά». Έτσι προσευχόταν ο μοναχός για τρία χρόνια και τελικά ο Θεός του έδειξε.

Κάποιο απόγευμα λοιπόν ο μοναχός, μετά τη νυχτερινή ακολουθία, έμεινε μόνος του στο ναό, για να διαβάσει τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου. Ακούμπησε τον σκούφο του στο αναλόγιο και, κρατώντας στο χέρι του το κλειδί της εκκλησίας, διάβαζε.
Ξαφνικά, μπαίνει μέσα στην εκκλησία ένας αετός και κάθεται επάνω στο τέμπλο. Και ήταν μάλιστα τόσο ωραίος αυτός ο αετός, που ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει άλλον σαν κι αυτόν.

Τα φτερά του είχαν πολλά και πανέμορφα χρώματα και στο καθένα από αυτά υπήρχε και από μία πολύτιμη πέτρα, ενώ στο κεφάλι του είχε κάτι που έμοιαζε με κότσο. Στάθηκε λοιπόν στο τέμπλο και κοιτούσε γύρω-γύρω με τα κατάμαυρα μάτια του.
Βλέποντας ο μοναχός τον αετό στο εικονοστάσιο, σταματά την προσευχή του και, πέφτοντας σε πειρασμό, προσπαθεί να βρει κάποιον τρόπο για να τον αιχμαλωτίσει: «Αν τα καταφέρω, δεν χρειάζεται να αποκτήσω άλλη περιουσία στη ζωή μου. Ακόμη κι ένα φτερό του να αποκτήσω, θα είμαι ευχαριστημένος!».

Αρχίζει λοιπόν να τρέχει προς τον αετό, αλλά εκείνος, με κάποια δυσκολία στο πέταγμα, απομακρύνεται προς το μέσον της εκκλησίας. Ο μοναχός από πίσω του. Δοκιμάζει και πάλι να τον πιάσει, αλλά ο αετός πετάει προς το προαύλιο. «Πώ πώ! Θα τον χάσω. Κύριε βοήθησέ με να τον πιάσω!»… Φτάνει κοντά του, απλώνει τα χέρια του να τον αγγίξει, κι εκείνος ανοίγει τα φτερά του και φεύγει, πετώντας όμως σε χαμηλό ύψος. Βγαίνουν και οι δύο έξω από την εκκλησία, στην αυλή του μοναστηριού. Ο αετός απομακρύνεται λίγο, πετάει προς τους κήπους της μονής και προσγειώνεται επάνω στον ξύλινο φράχτη. Μόλις ο νεωκόρος τον πλησιάζει, ο αετός ανοίγει ξανά τα φτερά του και μπαίνει στο δάσος. Ο μοναχός από πίσω… Πηδάει τον φράχτη και συνεχίζει να τρέχει φωνάζοντας: «Κύριε, βοήθησέ με να τον πιάσω! Σε παρακαλώ, Κύριε, βοήθησέ με».

Τον πλησιάζει ξανά, μα μόλις κάνει να τον πιάσει, ο αετός και πάλι του ξεφεύγει και μπαίνει σ΄ ένα μεγάλο ξέφωτο. «Κύριε, μη με εγκαταλείπεις. Βοήθησέ με να τον πιάσω!». Φτάνει πάλι κοντά, απλώνει τα χέρια του, αλλά το πουλί ανοίγει ξανά τα φτερά, πετάει για λίγο και κάθεται πάνω σ’ ένα έλατο. Ο μοναχός τότε, από τη στενοχώρια του, αρχίζει να κλαψουρίζει: «Κύριε, ούτε ένα φτερό του δεν είμαι άξιος να αποκτήσω…». Στρέφει πάλι το βλέμμα στον αετό του δεν είμαι άξιος να αποκτήσω…». Στρέφει πάλι το βλέμμα στον αετό και καθηλώνεται από την ομορφιά του: «Ω Θεέ μου, τι όμορφο πουλί! Ποτέ στη ζωή μου δεν ξαναείδα παρόμοιο!».

Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο αετός αρχίζει να ψάλλει! Η ψαλμωδία που φτάνει στα αυτιά του μοναχού είναι τόσο γλυκιά, που τον αφήνει εκστατικό. Μόνο που ο αετός δεν ήταν αετός˙ ήταν άγγελος με τη μορφή αετού, αλλά ο μοναχός βέβαια δεν το ήξερε. Κι έτσι έμεινε εκεί, ακίνητος, για τριακόσια πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια ν’ ακούει την ουράνια ψαλμωδία. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξανακούσει κάτι ανάλογο.

Όταν λοιπόν πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια, ο μοναχός είχε την εντύπωση πως είχε περάσει μόνο μία ώρα. Και σε όλο αυτό το διάστημα ούτε κουράστηκε ούτε πείνασε ούτε δίψασε ούτε γέρασε! Μα και κανείς δεν τον είχε δει˙ ούτε εκείνον ούτε και τον αετό.

Τελικά, ο αετόμορφος άγγελος πέταξε μακριά, αφήνοντας τον μοναχό ολομόναχο και με το κλειδί της εκκλησίας στο χέρι ακόμη, να μονολογεί: «Πώ πώ τι έπαθα…Αλίμονό μου! Έφυγα τόσο βιαστικά, που ούτε τον σκούφο μου δεν πήρα. Και άφησα και την εκκλησία ξεκλείδωτη για μία ολόκληρη ώρα… Τρέχω να την κλειδώσω!».

Επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να την κλειδώσει, αλλά όμως το μοναστήρι του ήταν αγνώριστο! Η εκκλησία ήταν σκεπασμένη με διαφορετικά υλικά, τα κελλιά ήταν αλλοιώτικα. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. «Κύριε», αρχίζει να μονολογεί σαστισμένος, « ή εγώ έχασα τα μυαλά μου ή… τι να πω, δεν ξέρω. Μια ώρα μόνο έλειψα και γυρίζοντας αντικρύζω ένα άγνωστο μοναστήρι…». Και τρέχει γρήγορα στον πορτάρη (τον θυρωρό) της μονής.....




Πώς είναι δυνατόν να περάσουν χίλια χρόνια σαν μία ημέρα; (Μέρος B')







Ο πορτάρης βλέπει ξαφνικά έναν άγνωστο γέροντα με κάτασπρη γενειάδα και πρόσωπο που λάμπει, να κατευθύνεται προς το μέρος του και, ασφαλώς, παραξενεύεται:

- Ευλόγησον, πάτερ! Ποιος δρόμος σε φέρνει εδώ;
- Πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία, παιδί μου.
- Από πού είσαι, πάτερ; τον ξαναρωτάει ο πορτάρης.
- Από αυτό εδώ το μοναστήρι.
- Από αυτό εδώ το μοναστήρι; Και πού ήσουν πριν έρθεις εδώ;
- Εδώ κοντά. Είχα πάει για λίγο στο δάσος.
- Μα, πάτερ, εσύ δεν είσαι από το μοναστήρι μας!
- Δεν με γνωρίζεις, αδελφέ μου; Είμαι ο π. τάδε, ο νεωκόρος, και πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία!
- Για στάσου πάτερ μου. Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω. Περίμενε λίγο, να πάω να ειδοποιήσω τον ηγούμενο.

Εκείνη τη βραδιά όμως ο ηγούμενος είχε μία ουράνια αποκάλυψη. Τρεις φορές είχε ακούσει μία φωνή που του έλεγε: «Ανοίξτε τις πύλες της μονής, να μπει το περιστέρι του Κυρίου!»
- Πάτερ, έχει έρθει και περιμένει έξω ένας γέροντας μοναχός, πολύ φωτεινός στο πρόσωπο, που θέλει, λέει, να μπει στο μοναστήρι και να κλειδώσει την εκκλησία, διότι είναι ο… νεωκόρος.
- Άνοιξέ του αμέσως και φέρ’ τον γρήγορα! Μεγάλο μυστήριο, ζούμε σήμερα, παιδί μου!

Ο πορτάρης πάει τρέχοντας στον μοναχό, του ανοίγει και τον οδηγεί στον ηγούμενο.
- Με γνωρίζεις, πάτερ; τον ρωτάει ο ηγούμενος, μόλις τον βλέπει.
- Όχι γέροντα.
- Το μοναστήρι αυτό το γνωρίζεις;
- Όχι δεν το γνωρίζω πλέον. Την εκκλησία δηλαδή τη γνωρίζω, αλλά δεν είναι όπως την άφησα φεύγοντας. Η στέγη της είναι αρκετά διαφορετική.
- Πες μου, πάτερ. Πού ήσουν;
- Πριν από μια ώρα περίπου έφυγα από την εκκλησία και καθόμουν λίγο πιο πέρα, στο δάσος.

Ο ηγούμενος δίνει εντολή να χτυπήσουν οι καμπάνες του μοναστηριού και αρχίζουν να καταφθάνουν στην εκκλησία οι πατέρες της Μονής, τριακόσιοι στον αριθμό, για να δουν τι συμβαίνει. Βάζει λοιπόν τον μοναχό ανάμεσά τους, μπροστά από το εικονοστάσιο, για να μπορούν να τον βλέπουν όλοι, και αρχίζει τις ερωτήσεις:

- Πάτερ, κοίταξε, σε παρακαλώ, προσεκτικά όλους τους πατέρες. Γνωρίζεις κάποιον από αυτούς;
- Χριστέ και Κύριε! Δεν γνωρίζω κανέναν, απαντάει εκείνος παραξενεμένος.
- Εσείς τον γνωρίζετε αυτό το μοναχό; ρωτάει στη συνέχεια τους αδελφούς.
- Ούτε εμείς τον γνωρίζουμε, λένε όλοι με μια φωνή.

Ο ηγούμενος συνεχίζει:

- Πάτερ πες μου κάτι, σε παρακαλώ. Λες ότι μόνο μια ώρα λείπεις από εδώ. Ποιος ήταν ηγούμενος όταν έφυγες; Θυμάσαι;

- Ο αββάς Ιλαρίων.
- Εκκλησιαστικός ποιος ήταν;
- Ο αββάς Αμβρόσιος.
- Οικονόμος;
- Ο αββάς Κυριάκος.
- Βηματάρης;
- Ο αββάς Γερόντιος.

- Μεγάλο μυστήριο μας αποκαλύφθηκε σήμερα! αναφωνεί ο ηγούμενος. Φωνάξτε γρήγορα τον αρχειοφύλακα.

Μόλις έφτασε ο αρχειοφύλακας, ο ηγούμενος του ζήτησε να του πάει άμεσα τα βιβλία της μονής. Του είπε μάλιστα να ψάξει πολλά χρόνια πίσω, προκειμένου να βρει τα ονόματα που τους είχε αναφέρει ο νεωκόρος.

Ο αρχειοφύλακας πηγαίνει αμέσως και φέρνει τα αρχεία κι αρχίζει να ψάχνει ενώπιον όλων: πενήντα χρόνια πίσω… τα ονόματα που τους είχε πει ο μοναχός δεν υπήρχαν. Πάει εκατό χρόνια πίσω και πάλι τίποτε. Τα στοιχεία δεν ταίριαζαν. Διακόσια χρόνια, τριακόσια χρόνια, τίποτα! Πριν από τριακόσια πενήντα πέντε χρόνια όμως… Όλοι έμειναν εμβρόντητοι από την έκπληξη! Είδαν όλα τα ονόματα που τους είχε αναφέρει ο γέροντας μοναχός τριακόσια πενήντα πέντε χρόνια πριν!

- Πάτερ, πότε έφυγες από τη μονή;
- Πριν από μία με μιάμιση ώρα περίπου.
- Μήπως είχες ζητήσει κάτι από το Θεό και προσευχόσουν γι’ αυτό;

- Προσευχόμουν για πολύ καιρό –και διάβαζα μάλιστα και προσευχές στην Κυρία Θεοτόκο γι’ αυτό το σκοπό- να μου δείξει ο Σωτήρας πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό που είναι γραμμένο στο Ψαλτήριο ότι «χίλια έτη ενώπιόν σου, Κύριε, μοιάζουν σαν την ημέρα τη χθεσινή»!

- Να που ο Πανάγιος και Πανάγαθος Θεός εκπλήρωσε την επιθυμία της καρδιάς σου. Έζησες ένα πολύ μεγάλο μυστήριο, πάτερ! Από τη στιγμή που βγήκες από το μοναστήρι πέρασαν τριακόσια πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια! Και σένα σου φάνηκε ότι είχε περάσει μόνο μια ώρα.

Τη στιγμή εκείνη ο γέροντας έβαλε τα κλάματα.

- Βλέπεις, πάτερ, του λέει ο ηγούμενος, τι μεγάλο μυστήριο σου αποκάλυψε ο Θεός, επειδή προσευχόσουν με πίστη; Εάν τα 355 χρόνια που πέρασαν σου φάνηκαν σαν μια ώρα, το πιστεύεις τώρα ότι τα χίλια χρόνια είναι σαν μία ημέρα ενώπιον του Θεού;

- Το πιστεύω, πάτερ! Απάντησε κατασυγκινημένος εκείνος.

Τότε ο ηγούμενος ζήτησε από έναν ιερέα να βάλει γρήγορα τα ιερά άμφιά του και να κοινωνήσει τον γέροντα μοναχό επί τόπου.

Ο γέροντας κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και με φωνή που έτρεμε από τη συγκίνηση ψέλλισε:

- Πατέρες, συγχωρέστε με. Το θείο αυτό μυστήριο που με αξίωσε ο Θεός να ζήσω έχει συγκλονίσει την ψυχή μου.

Εκείνη τη στιγμή το πρόσωπό του άρχισε να λάμπει σαν ήλιος. Κι αμέσως μετά κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο μέσα στην εκκλησία.

Και σίγουρα μετέβη στον παράδεισο, στα αιώνια αγαθά, που κανείς δεν είδε, ούτε και θα μπορούσε κανείς να περιγράψει, διότι ο Απόστολος Παύλος λέει: «Αυτά τα οποία μάτι ανθρώπου δεν είδε, αυτί κανένα δεν άκουσε και στην καρδιά του ανθρώπου δεν μπήκαν, όλα αυτά τα ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που Τον αγαπούν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου